αὐτοσχεδιάζω

αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδι-άζω, [tense] aor. part. [voice] Pass.
A

-ασθείς Stratt.4

D.: ([etym.] αὐτοσχέδιος):—act or speak offhand, extemporize, Pl.Cra.413d, Mx.235c, X. Mem.3.5.21.
2 c. acc., extemporize,

τὰ δέοντα Th.1.138

, cf. X.HG 5.2.32.
II mostly in bad sense, act, speak, or think unadvisedly, v.l. in Pl.Euthd.278e;

αὐ. καὶ καινοτομεῖν περὶ τῶν θείων Id.Euthphr.5a

, cf. Ap.20c, Isoc.9.41
, D.61.43;

περί τι Pl.Euthphr.16a

, Arist.Pol.1326b19;

εἰς τὰ τῶν Ἐλλήνων σώματα Aeschin.3.158

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδιάζω — act pres subj act 1st sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχεδιάζω — αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυτοσχεδιάζω — (AM αὐτοσχεδιάζω) 1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής 2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδιάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, κάνω κάτι πρόχειρα, χωρίς προηγούμενο σχέδιο: Την ομιλία του την αυτοσχεδίασε την ώρα που μιλούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοσχεδιάζομεν — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st pl αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάζῃ — αὐτοσχεδιάζω act pres subj mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίαζε — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιαζόντων — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut gen pl αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάζει — αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάζοντα — αὐτοσχεδιάζω act pres part act neut nom/voc/acc pl αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάζοντι — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut dat sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”